- πυκνήν
- πυκνόςclosefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δεξιούμαι — και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, όομαι) χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω νεοελλ. καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους II (αρχ. φρ. 1 «δεξιοῦμαι θεοῑς» υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς 2. «πυκνὴν ἄμυστιν… … Dictionary of Greek
οφειλετικός — ή, ὁ (Μ ὀφειλετικός, ή, όν) [οφειλέτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφειλέτη («οφειλετικό υπόλοιπο» το χρεωστικό υπόλοιπο). επίρρ... ὀφειλετικῶς (Μ) με οφειλετικό τρόπο («διδασκαλίαν πυκνήν, ἧς ἕνεκεν ὀφειλετικῶς ἐνταῡθα συνηνέχθημεν»,… … Dictionary of Greek